ξεκαθαρίζομαι

ξεκαθαρίζομαι
ξεκαθαρίζομαι, ξεκαθαρίστηκα, ξεκαθαρισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προευκρινώ — έω, Α 1. συλλέγω εκ τών προτέρων με προσοχή 2. κρίνω με προσοχή 3. παθ. προευκρινοῡμαι ξεκαθαρίζομαι, καθίσταμαι πρώτα σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐκρινῶ «εξετάζω, διαλέγω, κρίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”